- κατερέφω
- κατερέφω (Α)1. καλύπτω με οροφή, στεγάζω, σκεπάζω («τὰς σκηνὰς ἀμπελίνοις κλήμασιν κατερέφουσι», Πλούτ.)2. μέσ. κατερέφομαι (για χελώνα) περιβάλλομαι με κάλυμμα, με όστρακο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἐρέφω «στεγάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.